- κηκάδι
- κηκάςmischievousfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηκάς — κηκάς, άδος, ἡ (Α) 1. κακή, επιβλαβής, επιζήμια («πιοτέρην ὅτε βότρυν ἐσίνατο κηκὰς ἀλώπηξ», Νικ.) 2. υβριστική («κηκάδι σὺν γλώσςῃ», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. κηκάζω, αλλά δέν είναι σαφής η σχέση παραγωγής] … Dictionary of Greek